Ο Βρεττανός εξερευνητής, κατ΄ άλλους τυχοδιώκτης, James Theodore Bent και η σύζυγός του Mabel, επισκέφτηκαν την Κάρπαθο την άνοιξη του 1885. Έμειναν στο νησί για έξι εβδομάδες, από τις αρχές Μαρτίου ως τις 22 Απριλίου περίπου. Διέμεναν κυρίως στην Όλυμπο, το Μεσοχώρι και τη Βωλάδα.
![]() |
| Η Κυρία της Καρπάθου © Οι Επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου Άδεια CC BY-NC-SA 4.0 |
Στην εγγραφή μου αυτή, θα χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στο νησί μας, τα οποία στα μέτρο του δυνατού, σκιαγραφούν τη ζωή των προγόνων μας στην τότε αποκομμένη Κάρπαθο. Μια Κάρπαθο φτωχή, με κύρια ενασχόληση των κατοίκων της την αγροτική οικονομία και τα εισοδήματα που έφερναν σε αυτήν ξενιτεμένοι της. Μια Κάρπαθο μακριά από τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής, όπου επικρατεί η αμάθεια και οι δεισιδαιμονίες.
Ένα άλλο πρόσωπο που τους εντυπωσίασε ιδιαιτέρως ήταν η μάντισσα, θεραπεύτρια, μάγισσα, (ο Bent δεν είναι σίγουρος για το φύλο της) με το όνομα Μαριγώ. Την περιγράφει ως εξής: "Η Μαριγώ είχε χάσει το ένα πόδι πριν από πολλά χρόνια, από την πτώση ενός καταρτιού ενώ βρισκόταν στη θάλασσα. Είχε αναπληρώσει το χαμένο μέλος από κάτι που έμοιαζε ασυνήθιστα με κούτσουρο δέντρου. Βοηθούμενη από αυτό και από μια δύσκολη στιγμή, την έβλεπαν καθημερινά να κάνει τις ιατρικές της επισκέψεις στην περιοχή του χωριού, αλλά αν την καλούσαν σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι, έπρεπε να την καλέσουν σε ένα μουλάρι. Ήταν πάντα ντυμένη με κουρέλια. Η μύτη της έχει σχήμα Ουέλινγκτον, τα μαλλιά της πηγμένα και ακανόνιστα. Θα σου πει την τύχη σου με μια λαδωμένη τράπουλα, και λίγοι από τους κατοίκους του Μεσοχωρίου παντρεύονται ή πηγαίνουν ταξίδι χωρίς να συμβουλευτούν τις μαντείες της Μαριγώς. Σπάνια είναι νηφάλια, γιατί τα έσοδά της επενδύονται γενικά σε ρακί. Τέτοια είναι η γιατρός του Μεσοχωρίου. Την έχω δει να κάνει ξόρκια για πυρετούς και πονοκεφάλους. Την έχω δει ενώ μουρμουρίζει μυστικιστικά λόγια να κουνάει ένα δρεπάνι, η άκρη του οποίου ήταν βουτηγμένη σε μέλι, πάνω από το κεφάλι ενός ετοιμοθάνατου. Την έχω δει ανάμεσα στα κόκαλα στο νεκροτομείο να ψάχνει για ένα κρανίο για να κολλήσει σε μια κολόνα, η οποία νομίζει ότι θα προσελκύσει τον άνεμο από την πλευρά από την οποία επιθυμεί να φυσάει."
Σύμφωνα με το έθιμο της εποχής όπως μας λέει, η γέννηση των αγοριών και της πρωτοκόρης μόνο, γιορταζόταν με τουφεκιές και γλέντι. Για τα υπόλοιπα κορίτσια υπήρχε σιωπηλή αποδοχή.
Το ζεύγος Bent παραβρίσκεται σε κάθε ειδική περίσταση, που συνοδεύει τη γέννηση ενός νέου παιδιού. Τον εξέπληξε που βρήκε εκεί τη Μαριγώ να προΐσταται της τελετής, του δημόσιου πρώτου πλυσίματος του μωρού. "Ένα μεγάλο ξύλινο μπολ τοποθετήθηκε στη μέση ενός τραπεζιού, στο οποίο έριχναν ζεστό νερό. Στη συνέχεια έριχναν μερικά φύλλα λεμονιάς και οι συγγενείς που ήταν εκεί κοντά έριχναν αλάτι και ζάχαρη. Σε αυτό το μείγμα η Μαριγώ έπλενε το μικρό παιδί, αποκαλώντας το συχνά «μικρό δράκο» (πιθανόν "δρακάκι")..." "...Μετά από αυτή την προσπάθεια, έπρεπε να της δοθεί ένα ποτήρι ρακί, για να προετοιμαστεί για τη μεγάλη προσπάθεια να πει το Κύριο Ελέησον σαράντα φορές, κάτι που έκανε με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Γίνεται πάντα σε αυτή την περίσταση, ως ευχαριστία στον Θεό, που επέτρεψε να γεννηθεί ένα ακόμη αρσενικό παιδί στον κόσμο."
Παρόν είναι και ο παπάς του χωριού (παπά Μανούλας τον ονομάζει, πιθανόν να ήταν παπά Μανώλης) στην τελετή αυτή, ο οποίος θα δώσει και τη δική του, ιερατική ευλογία. Μέχρι τότε κανένας δεν επιτρέπεται να διαβεί τις πόρτες του σπιτικού τους. Με το πέρας της τελετής, οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα, κανένας φόβος δεν υπάρχει πλέον από τις νεράιδες και τα άλλα κακά πνεύματα. Όλος ο κόσμος κεράστηκε με ρακί και γλυκά και αποχώρησε ευχόμενος στη μητέρα "Καλά σαράντα". Η μητέρα θα παρέμενε στο σπίτι μέχρι να σαραντίσει. Τότε θα πήγαινε στην εκκλησία για πρώτη φορά μετά τη γέννηση του παιδιού της.
Ο πρώτος που θα έπρεπε να αγκαλιάσει το παιδί μετά τη γέννησή του, θα έπρεπε να είναι άντρας για να του δώσει μέρος της ομορφιάς του και στη συνέχεια μια ήρεμη και μετριοπαθής γυναίκα, ώστε το παιδί να είναι μετριοπαθές σε κάθε επίπεδο.
"Ο δάσκαλός μας μας έδωσε πολλές συμβουλές για τις δεισιδαιμονίες που συνδέονται με τις γεννήσεις εκείνο το βράδυ. Κατά τη δύση του ηλίου, για πολλές μέρες, οι πόρτες του σπιτιού παραμένουν σχολαστικά κλειστές για όποιον φτάσει. Ακόμα κι αν ο πατέρας έχει επιστρέψει από ένα μακρύ ταξίδι, πρέπει να αναζητήσει ηρεμία αλλού, γιατί από τη δύση του ηλίου μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, οι δαίμονες του αέρα περιφέρονται και μπορεί να μπουν μέσα και να βλάψουν το παιδί."
Στη συνέχεια παραβρέθηκαν στα "Εφτά", τα οποία γίνονταν επτά μέρες μετά τη γέννηση του μωρού, μία μέρα πριν τη βάπτιση του και θεωρείται ύψιστης σημασίας, διότι κατά την ημέρα αυτή οι μοίρες καλούνται να αποφασίσουν ποιος θα είναι ο προστάτης Άγιος του παιδιού. Άνθρωποι χαρούμενοι κατευθύνονταν προς το σπίτι της μητέρας κουβαλώντας καλάθια με σύκα και άλλες λιχουδιές ως δώρο για το «τραπέζι» που θα στρωνόταν αργότερα. "Ο φίλος μας ο παπα-Μανούλας, ο αρχιερέας, ήταν εκεί, όπως ήταν αναμενόμενο, με το μακρύ, μπλε, λιπαρό ράσο και το καπέλο με την ουρά, και τα ατίθασα μαλλιά του, τα οποία οι καλά ρυθμισμένοι παπάδες συνήθως στερεώνουν με τσιμπιδάκια, αλλά τα οποία ο παπα-Μανούλας συνήθως τα καρφώνει τόσο επιδέξια στο καπέλο του που ξεχώριζε από πίσω σαν τη λαβή μιας τσαγιέρας. Είναι χτίστης στο επάγγελμα, και μόλις τώρα, λόγω του όγκου των επισκευών στο σπίτι που γίνονται, κάνει μια ασυνήθιστα καλή δουλειά. Είδαμε τη Μαριγώ να περπατάει κουτσαίνοντας προς το σπίτι, φαινόταν πιο περιποιημένη και μαγική από ποτέ. Οι περισσότεροι συγγενείς των γονέων κατευθύνονταν προς τα εκεί, εκτός από πολυάριθμους καλεσμένους, και ανάμεσά τους κι εμείς."
Στη μέση του δαπέδου είχαν στήσει ένα καύκαλο (μεγάλη ξύλινη γαβάθα) στο οποίο είχαν τοποθετήσει ένα κουστούμι του πατέρα. Αν ήταν κορίτσι, θα έβαζαν ένα πλούσια κεντημένο φόρεμα της μητέρας. Στη συνέχεια έφεραν το μωρό από την κούνια του (που ήταν κρεμασμένη από τα δοκάρια της στέγης). Το παιδί ήταν σφιχτά φασκιωμένο και το λύσιμό του το ανέλαβε η Μαριγώ, η οποία στη συνέχεια γυμνό το άφησε πάνω στο κουστούμι του πατέρα στο καύκαλο. Γύρω από το καύκαλο είχαν τοποθετήσει επτά βάζα. Κάθε βάζο περιείχε μέλι και μέσα στο μέλι ήταν καρφωμένα από ένα κερί. (Όταν γεννιόταν ένα παιδί, μια γειτόνισσα αναλάμβανε να φτιάξει τα κεριά αυτά. Έπαιρνε ένα πολύ μακρύ φυτίλι και γύρω από αυτό κυλάει επτά στρώσεις κεριού. Στη συνέχεια το κόβει σε επτά ίσα κομμάτια, έτοιμα για την τελετή.) Γύρω από το μωρό κάθισαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας και ο παπάς ευλόγησε τα κεριά, αφού αφιέρωσε ένα ένα σε κάποιον Άγιο της περιοχής. Στη συνέχεια άναψε τα κεριά, κι όλοι περίμεναν σιωπηλοί, μέχρι να σβήσει το πρώτο κερί, το οποίο ήταν αυτό του Αγίου Παντελεήμονα.
"Ο Άγιος Παντελεήμονας επρόκειτο να είναι ο προστάτης άγιος εφ' όρου ζωής του νεαρού Καρπάθιου. Σε αυτόν τον άγιο θα έπρεπε να προσφέρει τις προσευχές του όταν βρισκόταν σε κίνδυνο. Στην εικόνα του θα έπρεπε να ανάβει το κερί του στην εκκλησία την ημέρα που ο μικρός Δράκος θα έπρεπε να διασκεδάζει τους φίλους του. Ο Άγιος Παντελεήμονας θα ενεργούσε ως μεσίτης του για εύνοια από τον Θεό, επειδή σύμφωνα με την ιδέα της Ελληνικής Εκκλησίας, κανείς δεν μπορεί να απευθύνει τις προσευχές του σε ένα τόσο υψηλό ον όπως ο Δημιουργός της ανθρωπότητας. Κάποια μεσολάβηση είναι απαραίτητη."
Αφού έσβησαν και τα υπόλοιπα κεριά, η μητέρα του παιδιού με τη Μαριγώ, κράτησαν τα σπάργανα από πάνω του και η μία είπε: "Διάβηκες το ποτάμι" και η άλλη απάντησε "Γι΄αυτό μη φοβάσαι!" Στη συνέχεια μέσα στον καύκαλο έφτιαξαν την "αλευρά". (Ικανή ποσότητα αλευριού, που ανακατεύεται καλά με ζεστό νερό, φτιάχνοντας ένα μείγμα ημιψημένης ζύμης. Στη μέση κάνουν έναν λάκκο όπου βάζουν ταχίνι και μέλι. Τότε, σύμφωνα με τον Bent, έβαζαν μέλι και βούτυρο.) Οι καλεσμένοι κάθισαν γύρω από το καύκαλο οκλαδόν για να φάνε και να μιλήσουν. Όταν οι καλεσμένοι έφυγαν, η Μαριγώ ράντισε τους τοίχους με "ιερό λάδι" λέγοντας: " Έλα, Μοίρα των Μοιρών, έλα να ευλογήσεις αυτό το παιδί, ας έχει πλοία, μουλάρια και διαμάντια, ας γίνει πρίγκιπας."
" Το μπολ έμεινε όλη νύχτα γεμάτο με φαγητό, ώστε οι Μοίρες να μπορέσουν να φάνε και να είναι πρόθυμες, με την καλή τους διάθεση, να προικίσουν πλουσιοπάροχα το παιδί. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της τελετής - ένα συμπέρασμα, είπε ο δάσκαλος, που έριχνε πολλά χρήματα στην τσέπη της ηλικιωμένης Μαριγώ, γιατί νομίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να το κάνει τόσο καλά όσο αυτή, και τα δίδακτρα της γίνονται αναλόγως. Ένα χρόνο μετά τη γέννηση, περνούν από μια άλλη τελετή μοίρας παρόμοιας φύσης, μόνο που αυτή τη φορά τοποθετείται ένας δίσκος στη μέση του δωματίου, γεμάτος με διάφορα αντικείμενα: το πρώτο από αυτά που αγγίζει το μωρό κρατιέται για να δείξει το κάλεσμα στη ζωή που οι Μοίρες θέλουν να ακολουθήσει "
Την επόμενη μέρα το μωρό βαπτίστηκε με όλο το τυπικό της εκκλησίας, χωρίς όμως την παρουσία της μητέρας που παρέμενε στο σπίτι. (Αν δεν σαραντάριζε τις μέρες της λοχείας, δεν μπορούσε να εκκλησιαστεί.)
" Όταν όμως πήραν το παιδί σπίτι και το παρουσίασαν στη μητέρα του, είδαμε κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί - γιατί η καλή γυναίκα τους συνάντησε στο κατώφλι και τελείωσε αυτό που αποκαλούν θυμίαμα του αρότρου. Δηλαδή, κούνησε το οικογενειακό (θυμιατήρι;) με τα κάρβουνα μέσα, κατά τον τρόπο των ιερέων στην εκκλησία, μπροστά στο παιδί, υποθέτοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε για τους απογόνους της δύναμη σαν το σίδερο του αρότρου, και δεξιότητες στη γεωργία, όπως αυτές που είχαν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του "
Ως ένδειξη ευλάβειας η μητέρα έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στον παπά. Στη συνέχεια μπήκες ο νονός ο οποίος ανακοίνωσε ότι το παιδί το ονόμασε Ματθαίο. Νονός έγινε ο Έλληνας βοηθός, που συνόδευε το ζεύγος Bent στην Κάρπαθο. Αντί του σαστισμένου νονού, τα αναγκαία λόγια τα είπε ο παπάς: "Σας παραδίδω το παιδί, βαπτισμένο, λιβανισμένο, χρισμένο - μάλιστα, χριστιανό» και στη συνέχεια, απευθυνόμενος ειδικά στη μητέρα, συνέχισε, για να το προστατεύσετε προσεκτικά από φωτιά, γκρεμούς και κάθε κακό· για να μας το παραδώσετε ξανά στη Δευτέρα Παρουσία άσπιλο και αμόλυντο."
Στη συνέχεια ο πατέρας κέρασε όλον τον κόσμο ρακί.
Τη τεσσαρακοστή ημέρα πηγαίνουν στην εκκλησία (σαράντισμα) με μια κανάτα νερό. Μετά τη λειτουργία με το αγιασμένο νερό, η μητέρα ραντίζει τα σπίτια των γειτόνων της λέγοντας: "Για αν μην σπάσουν τα σταμνιά σας"
Συνεχίζει ο Bent: "Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τη βρεφική ηλικία από τους παράξενους δαίμονες του αέρα είναι πολυάριθμοι στο Μεσοχώρι. Οι Νεράιδες (Αναράες) αγαπούν στη γαλουχία περισσότερο να χτυπούν τα παιδιά με μια μυστηριώδη εξάντληση. Οι άπληστοι λύκοι ρουφούν το αίμα τους. Το κακό μάτι τα επηρεάζει περισσότερο από ό,τι τους ενήλικες. Και για να αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους, οι μητέρες υποβάλλουν τα παιδιά τους σε αμέτρητους βασανιστήρια. Αν το παιδί είναι αδύναμο και χτυπημένο από τις νεράιδες, πρέπει να μείνει γυμνό στο κρύο μαρμάρινο ιερό στην εκκλησία για μερικές ώρες. Αν ένα παιδί είναι με οποιονδήποτε τρόπο είναι παραμορφωμένο, λένε ότι έχει χτυπηθεί από το γέλιο μιας νεράιδας και ότι η μόνη θεραπεία είναι ο ιερατικός εξορκισμός - μυστικές τελετές που εκτελούνται συχνά από τον παπα-Μανούλα τα μεσάνυχτα στην εκκλησία, για τις οποίες παίρνει ένα καρβέλι και ένα τυρί.
Οι λαιμοί των παιδιών έχουν ένα σύνολο από φυλαχτά που τα προστατεύουν από τους αόρατους κινδύνους, όπως αυτά που φορούσαν στην αρχαιότητα για να αποτρέψουν το βλέμμα του θεού Φασκίνου. Η γριά Μαριγώ είναι ιδιαίτερα επιδέξια στην κατασκευή αυτών των αντικειμένων."
Τα παραπάνω αποσπάσματα, όπως και η επεξεργασία του πρωτότυπου κειμένου έγινε με δική μου ευθύνη. Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στο Βρετανικό, μηνιαίο, λογοτεχνικό περιοδικό Macmillan's Magazine, που εκδιδόταν από το 1859 ως το 1907, με τίτλο: Μια βάπτιση στην Κάρπαθο.
Βασίλειος Διακοβασίλης
( συνέχεια στο επόμενο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου