Πρώτα πρώτα να επισημάνουμε ότι δεν είμαστε ιστορικοί, αλλά δύο απλοί λάτρες της ιστορίας του νησιού μας. Οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που δίνουν οι νέες τεχνολογίες, θα προσπαθήσουμε να φέρουμε στην επιφάνεια άγνωστες πληροφορίες για την ιστορία του νησιού μας. Παράλληλα θα καταγράψουμε τα σημεία εκείνα , που έχουν κάποιο ιστορικό ενδιαφέρον για τον τόπο μας, αλλά έχουν αγνοηθεί μέχρι σήμερα. Απλώς για να μείνουν ως ντοκουμέντα, μιας και μέρα με την ημέρα εξαφανίζονται.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Το ζεύγος Bent στην Κάρπαθο, το 1885... (3)


Συνέχεια από το προηγούμενο

  Ως προς τις διασκεδάσεις των Καρπαθίων, ο Bent λέει ότι περιορίζονταν σε μουσική και χορό. Του έκανε εντύπωση που τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία. Όπως μια πλύστρα που εξασκείτο σε επικήδειους θρήνους για την επόμενη κηδεία. Ή που νεαρές κοπέλες, αν κι αποκαμωμένες από την ολοήμερη δουλειά, τραγουδούσαν μαντινάδες. Κάποιες φορές βρισκόταν και κάποιος λυράρης να τις συνοδέψει. Άλλο όργανο που συνάντησε ήταν το σουραύλι, φτιαγμένο από δυο καλάμια και τη τσαμπούνα. Συνάντησε βοσκούς να παίζουν θεσπέσια μουσική στις πλαγιές των λόφων ή στην πλατεία του χωριού οργανοπαίκτες να στήνουν το χορό. Στα καθιστά γλέντια συμμετέχουν μόνο οι άντρες, ενώ οι γυναίκες απλώς παρακολουθούν.

  Αναφέρει το θεσμό της αλληλοβοήθειας στις δουλειές, τον θεσμό της αργαδιάς (πιθανόν από την εργατιά), ο οποίος ήταν ζωντανός ακόμα στην Κάρπαθο ως τα τέλη περίπου του 20ου αιώνα. "Αν ένας άντρας φυτέψει ένα αμπέλι, χτίσει ένα σπίτι ή οργώσει ένα χωράφι, δεν έχει παρά να καλέσει τους φίλους και τους συγγενείς του να τον συνοδεύσουν, όπου έθιμα εξαιρετικά γραφικού χαρακτήρα τον βοηθούν, και η μόνη αναμενόμενη πληρωμή είναι ένα πλούσιο γεύμα, μετά το οποίο οι άντρες τραγουδούν μαντινάδες αγκαλιάζοντας ο ένας τον λαιμό του άλλου και επιστρέφουν μεθυσμένοι το βράδυ. Πολλά από αυτά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στη Βωλάδα. Και όταν μάθαμε ότι ο διοργανωτής της γιορτής το θεωρεί προσβολή αν οι καλεσμένοι του δεν μεθύσουν, σταματήσαμε να νιώθουμε σοκαρισμένοι όταν ο ύπνος μας διαταράχθηκε από τις φωνές των γλεντζέδων στο δρόμο της επιστροφής."

  Ο Bent αναφέρει κι το παιχνίδι της Κούνιας, που έπαιζαν τα απογεύματα της Σαρακοστής στους δρόμους της Βωλάδας τα νεαρά κορίτσια. Έφτιαχναν υπαίθριες κούνιες με σκοινιά που δένονταν από τοίχο σε τοίχο και πάνω τους έβαζαν κάποιο χαλί. Κάθονταν δύο δύο και τραγουδούσαν μια μαντινάδα προκαλώντας τους άντρες που περνούσαν με κάποια ανταμοιβή (ή πρόστιμο). Μια δεκάρα, μια κούνια ή μια μαντινάδα. Εκεί τελείωνε και η όποια συναναστροφή αγοριών και κοριτσιών. (Το έθιμο το αναφέρει και ο Γ.Μ. Νουάρος Μιχαηλίδης στον Α' τόμο των Λαογραφικών του Συμμείκτων.)

  Το Πάσχα το πέρασαν στην Όλυμπο στο σπίτι του δασκάλου. Απ΄ ότι θα διαπιστώσουμε πολλά έχουν αλλάξει αλλά και πολλά μένουν ακόμα ίδια. "Άρχισαν τις προετοιμασίες τους την Κυριακή των Βαΐων και στις τέσσερις η ώρα εκείνου του πρωινού, τον ύπνο μας διατάραξε ένας κήρυκας, ο οποίος πήγε να καλέσει όλους στην εκκλησία. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάμι που ονομαζόταν νάρθηκας (;), και σε αυτό είχε ένα φως, γιατί το πρωί ήταν θυελλώδες και, όπως ο Προμηθέας των αρχαίων χρόνων, που έτσι κατέβασε φωτιά από τον ουρανό, πήγε στα σπίτια όλων των ιερέων για να ανάψει τα κεριά τους, έχοντας για τον σκοπό αυτό αφήσει τις πόρτες τους ανοιχτές το προηγούμενο βράδυ. Έπειτα, άναψε τα κεριά των κυριότερων κατοίκων, και μετά φώναξε από ένα επιβλητικό ύψος την κλήση του για λατρεία. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, του δόθηκε ένα καρβέλι άγιο ψωμί (πρόσφορο).

  Η εκκλησία ήταν πολύ γεμάτη σε αυτή την πρώιμη λειτουργία, με τις γυναίκες να παραμένουν έξω στο προαύλιο, όπου μπορούσαν να ρίξουν μια ματιά στα τελούμενα μέσα από την πόρτα. Δεν έχουν στασίδια για να καθίσουν, αλλά κάθε μητέρα οικογένειας κατέχει μία από τις πέτρινες πλάκες που σχηματίζουν το πεζοδρόμιο. Σε αυτήν τελεί τις προσευχές της και δεν ανέχεται καμία καταπάτηση. Αυτή την πλάκα αφήνει, μαζί με τα κοσμήματά της και τα κεντημένα φορέματά της, στην μεγαλύτερη κόρη της."

Όλυμπος
 (η εικόνα δημιουργήθηκε με τη βοήθεια AI)
  Όλα τα σπίτια και οι εκκλησίες ασβεστωνόταν εσωτερικά και εξωτερικά, παντού γινόταν γενική καθαριότητα και την Πέμπτη, ήταν η μεγάλη μέρα, όπου θα άναβαν οι φούρνοι για να ψηθούν οι Αυγούλες του Πάσχα και διάφορες χορτόπιτες, τις οποίες οι Bent απαξιούσαν. Κάθε νοικοκυριό ήταν απασχολημένο με το φτιάξιμο των κεριών της Ανάστασης από κομμάτια κηρήθρας τα οποία έπλαθαν στα ταλιέρια (χαμηλά στρόγγυλα τραπεζάκια). Ή έβαφαν τα αυγά με διάφορα φυτικά χρώματα (μωβ, χρυσά;, πράσινα).

  "Το Σάββατο πριν από το Πάσχα όλα τα κοπάδια βοσκών φτάνουν στον Όλυμπο από τα ορεινά γαλακτοκομεία τους - στις περισσότερες περιπτώσεις απλές σπηλιές στα βράχια όπου πολλά από αυτά περνούν όλο το χρόνο. Στις πλάτες τους (οι βοσκοί) κουβαλούν δέρματα κατσικιών γεμάτα τυρί, γάλα και κρέμα γάλακτος, τα οποία μοιράζουν ως δώρα σε κάθε νοικοκυρά, λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα αρκετό ψωμί για να τους κρατήσει αρκετούς μήνες, - γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πασχαλινού ψωμιού δεν καταναλώνεται μέχρι να αποκτήσει την υφή του μπισκότου. Την παραμονή του Πάσχα παρατηρούσαμε τους νοικοκυραίους να τρέχουν εδώ κι εκεί με μπολ με κρέμα γάλακτος και γάλα, ενώ εμείς οι φτωχοί ξένοι δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε καθόλου, διότι όλοι ήταν προσηλωμένοι στην προετοιμασία για το αυριανό γεύμα."

  Περιγράφει ακόμα ο Bent το άναμμα των φούρνων σε όλο το χωριό για το ψήσιμο του αρνιού (υζάντι), όπου γινόταν το πρωί της Κυριακής. Καθώς και την επίσκεψή τους σε πολλά σπίτια όπου τους πρόσφεραν ένα κομμάτι από το υζάντι, το οποίο απ΄ ότι καταλαβαίνω δεν τους ικανοποιούσε. Τη Δευτέρα συγκεντρώθηκε όλο το χωριό στην μικρή πλατεία μπροστά στην εκκλησία, όπου έβλεπες κόσμο στριμωγμένο να κάθεται στη μέση, τις μητέρες με τα μωρά τους κρεμασμένα σαν δεμάτι στην πλάτη, αλλά και το ατελείωτο χοροστάσι, ίδιο με ότι γίνεται σήμερα, μόνο που τότε με το σκοτείνιασμα μαζεύονταν μέσα στο σπίτι τους όπου εκεί συνέχισαν το γλέντι τους.

  Την Τρίτη ο αρχηγός κάθε οικογένειας πήγαινε ένα πρόσφορο στο παρεκκλήσι του Νεκροταφείου, όπου τα ευλογούσαν οι παπάδες και στη συνέχεια τα έπαιρναν για δική τους κατανάλωση. 

 "Στις έντεκα ξεκινούσε η ετήσια πομπή προς τους τάφους, η οποία ανεβοκατέβαινε σε τραχιά μονοπάτια κατά μήκος της πλαγιάς του βουνού και αποτελούνταν από τους πιο δραστήριους κατοίκους, κουβαλώντας τις ιερές εικόνες από την εκκλησία και τα λάβαρα. Σε κάθε τάφο που περνούσαν, έριχναν με τα όπλα και έλεγαν προσευχές. Ήμασταν ικανοποιημένοι να τους παρακολουθούμε από απόσταση, καθώς ανέβαιναν σαν μια γιγάντια κάμπια κατά μήκος των λόφων για πολλά μίλια. Τελικά κατέβηκαν στο ρέμα, στο οποίο είχαν τοποθετήσει την πιο σεβαστή από τις εικόνες τους, για να ευλογήσει η Παναγία τα νερά. Το απόγευμα επέστρεψαν στον Όλυμπο, όπου οι ιερείς ευλόγησαν το πλήθος μπροστά στην εκκλησία, καθώς και τους φορείς των εικόνων και το κερί που το έκαναν αυτό."

 Την Πέμπτη κατέβηκαν στο Διαφάνι, όπου οι κάτοικοι της Ολύμπου συνήθιζαν να κάνουν ένα "ιδιωτικό προσκύνημα", το οποίο ο Bent το θεώρησαν ως ένα από τα πιο γραφικά μα και από τα πιο απλά, απ΄ όσα είχε δει ποτέ. Το γλέντι ήταν νυχτερινό, σε σπίτια και αυλές. "Μια τέτοια νύχτα γλεντιού σπάνια έχω ακούσει. Ο χορός και το τραγούδι συνεχίζονταν ασταμάτητα στις αυλές, και μερικές φορές μέσα, έτσι ώστε όποια ξεκούραση βρίσκαμε στοιχειωνόταν από το βαρύ άλμα των χορευτών και τις διαπεραστικές φωνές των τραγουδιστών. Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό πριν σταματήσει ο ήχος της λύρας και της τσαμπούνας, και το κουδούνι της κατσίκας (τσαμπάλι) χτύπησε ξανά για να καλέσει τους γλεντζέδες στην προσευχή τους."

  Πρωινή Λειτουργία με το ίδιο σκηνικό, οι γυναίκες να συνωστίζονται στην πόρτα για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, μην έχοντας το δικαίωμα να εισέλθουν στον μικρό ναό. Τελειώνοντας η λειτουργία, από τα καζάνια που είχαν στηθεί με κομμάτια κρέατος αρνιών και κατσικιών σε στιφάδο, ένας ηλικιωμένος άντρας με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα γέμιζε το μπωλ που είχε φέρει μαζί του ο κάθε προσκυνητής, ενώ εκείνοι άφηναν χάλκινα νομίσματα ως πληρωμή. Και φυσικά συνεχίστηκε ο χορός δίπλα στο ειδυλλιακό τοπίο, ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα.

"Ήταν μια περίεργη σκηνή - οι γυναίκες με τις πολύχρωμες γιορτινές τους στολές, οι άνδρες με μπλε φαρδιά παντελόνια και φανταχτερές κάλτσες. Τα βήματα των γυναικών ήταν τώρα πιο ενεργά. Όσο για τον άνδρα αρχηγό του κύκλου, τα ακροβατικά του κατορθώματα ήταν εξαιρετικά ζωηρά. Και καθώς χόρευαν τους τοπικούς χορούς τους και τραγουδούσαν τα τοπικά τους τραγούδια δίπλα στα κύματα, κάτω από τη σκιά των βουνών, συνοδευόμενοι από έναν τυφλό γέρο βάρδο που έπαιζε λύρα ανάμεσά τους και τραγουδούσε τραγούδια για να τους γεμίσει με χαρά, σκέφτηκα ότι ο χορός έτσι δεν θα μπορούσε να έχει αλλάξει πολύ από τις ομηρικές εποχές." 

Τα παραπάνω αποσπάσματα επιλέχθηκαν από εμένα, όπως και η επεξεργασία του πρωτότυπου κειμένου έγινε με δική μου ευθύνη. Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε  στο Βρετανικό, λογοτεχνικό περιοδικό Blackwood's magazine, που εκδιδόταν από το 1817 ως και το 1980, με τίτλο: Ένα μακρινό νησί.

Βασίλειος Διακοβασίλης







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ζεύγος Bent στην Κάρπαθο, το 1885... (3)

Συνέχεια από το προηγούμενο   Ως προς τις διασκεδάσεις των Καρπαθίων, ο Bent λέει ότι περιορίζονταν σε μουσική και χορό. Του έκανε εντύπωση...