Το 1994-95, ως δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Απερίου, αποφάσισα να γράψω μια εργασία με την ιστορία του χωριού. Εγχείρημα που σίγουρα έκρυβε κινδύνους, ίσως απερίσκεπτο μιας και δεν είμαι ιστορικός, αλλά αναγκαίο. Διότι κάθε ένας πρέπει να ξέρει την μικρή ιστορία, την ιστορία του δικού του τόπου, την τοπική ιστορία. Την ίδια ανάγκη είχαν και οι δικοί μου μαθητές. Τριάντα χρόνια μετά, σε συνεργασία με τον παιδικό μου φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Ζερβουδάκη, ερχόμαστε να καλύψουμε ένα κενό. Πατώντας πάνω στην εργασία αυτή, να στοιχειοθετήσουμε όσα είχα γράψει τότε. Όχι να κάνουμε ιστορική έρευνα, αλίμονο, αλλά να καταγράψουμε με τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας, όσα ιστορικά τεκμήρια υπάρχουν για τον τόπο μας, για να τα διασώσουμε, να υπάρχουν κάπου καταγεγραμμένα με ντοκουμέντα για τις μελλοντικές γενιές. Και πιστέψτε με τα σημεία αυτά είναι πολλά.... Στην εργασία μου αυτή, πέρα από την αναγκαία βιβλιογραφία, είχα συμπαραστάτες μου τον αείμνηστο καθηγητή μου Ηλία Ζερβουδάκη, ο οποίος με καθοδηγούσε βήμα βήμα, τον αείμνηστο κ. Γεώργιο Λυριστή με τη βιβλιοθήκη του, τον κ. Μιχαλάκη Λαμπρινό με τις γνώσεις του και τον αγαπητό συνάδελφο Κωστή Μαντινάο επί του πεδίου.
Παρακάτω ένα απόσπασμα από την εργασία εκείνη:
Πρώτη
γραπτή μαρτυρία για οικισμό στην περιοχή
του Απερίου
είναι
του 1422 απ' τον Χριστόφορο
Buondelmonti,
ο οποίος δεν επισκέφτηκε την Κάρπαθο ο
ίδιος, αλλά συγκέντρωσε τις πληροφορίες
του απ' τη Ρόδο. Γράφει «...υψηλά δε παρά
το όρος Χόμαλη φαίνονται οι πόλεις
Μενεταίς
και Κοράκι
(Corachi)...».
Το Koράκι απ' ότι γνωρίζουμε από νεότερα
έγγραφα ήταν ο κοινός οικισμός των
σημερινών χωριών Απερίου
και Βωλάδας.
Έτσι δηλαδή ονομαζόταν το τότε χωριό
ως το 1800 περίπου. Αν όμως θέλουμε να
πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από ακόμα
πιο μπροστά, θα πρέπει να γυρίσουμε στο
650 μ.Χ. Όταν ο Άραβας διοικητής της Συρίας
Μωαβίας,
λεηλατεί και καταστρέφει αγρίως την
Κάρπαθο.
Οι εναπομείναντες κάτοικοι της Καρπάθου,
που ως τότε διέμεναν κυρίως στα παράλια,
(δυο από τις πόλεις τους ήταν το Ποσείδιον
και η Αρκεσεία,
ασφαλώς και εγκατέλειψαν οριστικά τα
παράλια και εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό
του νησιού.
Πιθανόν
οι Βυζαντινοί κάτοικοι της Αρκεσείας
να κατοίκησαν γύρω από την οχυρή περιοχή
των Μενετών
και οι κάτοικοι του Ποσειδίου
να κατοίκησαν στην περιοχή από το Απέρι,
Βωλάδα,
ως και το Όθος.
Το ότι οι πρόγονοι των Απεριτών κατοικούσαν
στην περιοχή του σημερινού Όθους,
πιστοποιείται από τον Μ.
Γ. Νουάρο – Μιχαηλίδη,
ο οποίος αναφέρει ότι στο Όθος υπήρχαν
πολλά χωράφια τα οποία ανήκαν σε Απερίτες
και Βωλαδιώτες. Κατά τον καθηγητή Μανόλη
Μελά,
πρέπει οι τότε κάτοικοι του νησιού να
επέστρεψαν στην περιοχή του σημερινού
Απερίου ,από όπου κατά την αρχαιότητα
ξεκίνησαν για να κατοικήσουν στο αρχαίο
Ποσεί,
ασφαλώς σε καιρούς ειρηνικούς και
ασφαλείς για το Αιγαίο (500 π.Χ. ὡς 650
μ.Χ.).
Από
τον 7ο μ.Χ. αιώνα λοιπόν και πίσω πιστεύεται
ότι οι κάτοικοι του νησιού εγκαταλείπουν
τα παράλια και εγκαθίστανται στο
εσωτερικό του νησιού. Λίγα είναι τα
λείψανα που υπάρχουν στο νησί για την
περίοδο από το 650 μ.Χ. ώς την εποχή της
δυναστείας των Κορνάρων
και ακόμα λιγότερες οι πληροφορίες από
κείμενα της εποχής. Αυτό βέβαια δεν
σημαίνει ότι το νησί ερημώθηκε, απλώς
οι νέοι οικισμοί δεν μπόρεσαν πια ν'
αποκτήσουν την αίγλη των αρχαίων. Αυτό
εξηγείται από το γεγονός της συνεχούς
ταραχής που επικρατεί στο Αιγαίο κατά
την περίοδο αυτή. Κυριαρχία των Σαρακηνών,
που δρουν ως επιδρομείς κι όχι ως
κυρίαρχοι, με μικρά φωτεινά διαλείμματα
παρουσίας του Βυζαντινού στόλου μέχρι
που χάθηκε τελείως από το προσκήνιο. Το
γεγονός
που σίγουρα
επηρέασε τους λίγους κατοίκους του
νησιού θα ήταν η κατάκτηση της Κρήτης
από τους Άραβες το 826 μ.Χ. Ως το 961 μ.Χ. που απελευθερώθηκε
απ΄ το Νικηφόρο
Φωκά, οι κάτοικοι
της Καρπάθου θα πρέπει να ήταν ουσιαστικά
υπό τον ζυγό των Σαρακηνών.
Και πάλι μετά απ΄ την εκκαθάριση του
Αιγαίου
απ΄ τους Άραβες τον 11ο αιώνα, νέες
πειρατικές επιδρομές από τους Σελτζούκους
Τούρκους αυτή
τη φορά. Ασφαλώς και η Κάρπαθος
θα δέχθηκε τις επιθέσεις τους, πιθανόν
με μεγάλη σφοδρότητα μιας και αναφέρεται
πολλά νησιά να έχουν ερημωθεί αυτήν την
περίοδο.
Πάντως, όπως αναφέρει
ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Ν. Κ. Μουτσόπουλος,
στη Βωλάδα,
σε ερειπωμένο ναό, βρέθηκε ένα θωράκιο
παλαιοχριστιανικού ναού, που μεταφέρθηκε
εκεί και χρησιμοποιήθηκε ως ταφόπλακα
κάποιου μοναχού Νεόφυτου του Νέου. Πάνω
του σώζεται μια επιγραφή που χρονολογείται
στο 1120 μ.Χ. . Το σημαντικό της χρονολογίας
αυτής είναι, ότι αποδεικνύει την ύπαρξη
κατοίκων Χριστιανών στο νησί σε μια
περίοδο, που το Βυζάντιο αδυνατεί
παντελώς να υπερασπιστεί τα νησιά του
Αιγαίου και επικρατούν σε αυτό τα
εμπορικά καράβια των Βενετών
και Γενουατών.
Από την άλλη, για να ζει εκεί ένας μοναχός, ίσως να σημαίνει ότι η Βωλάδα αυτή την εποχή
δεν πρέπει να ήταν οικισμός, άρα δεν
έχει διαμορφωθεί ακόμα ο κοινός οικισμός
του Κορακίου.
Όπως είπα παραπάνω τα Βυζαντινά μνημεία
στην Νότια Κάρπαθο
μπορεί να είναι ελάχιστα, όχι όμως
ανύπαρκτα, έστω και με τη μορφή ερειπίων.
Συνήθως είναι μικρά εκκλησάκια. Δεν
ξέρουμε αν αποτελούν τμήματα μικρών
οικισμών ή είναι ανεξάρτητα. Στην περιοχή του Όθους
έχουμε τρεις περιοχές. Οι δύο μάλιστα
έχουν το ίδιο όνομα: «Κοπρές».
Στην πρώτη λοιπόν που βρίσκεται στη
περιοχή των Στων,
πάνω σ' ένα μικρό ύψωμα, υπάρχουν ερείπια
ενός μικρού ναού με δύο κόγχες ιερού.
Οι δύο κόγχες στο ιερό σημαίνουν ότι ο
ναός είναι αφιερωμένος σε δυο Αγίους,
έστω κι αν είναι μικρός αυτός. Στην
Κάρπαθο
όμως πιστεύω ότι ο κανόνας αυτός δεν
ισχύει, διότι όσους δίκογχους ναούς
γνωρίζω, όλοι τους είναι αφιερωμένοι
σ' έναν Άγιο. Ακόμη περίεργο είναι, ότι
από τους έξι τέτοιους ναούς που βρίσκονται
στην Κάρπαθο κι εγώ ξέρω, οι τρεις είναι
αφιερωμένοι στον ίδιο Άγιο. Ο Άγιος
Γεώργιος ο Αράπης
στο Απέρι, ο Άγιος
Γεώργιος ο Νοταράς
στο Λευκό και ο Άγιος
Γεώργιος στις
Στες. Οι υπόλοιποι είναι ο Άγιος
Νικόλαος στην
Αρκάσα, ο Άγιος
Κύρηκος στο
Μεσοχώρι και η Μερτονίτισσα.
Στον Άγιο Γεώργιο των Στων μας κάνει
ακόμη εντύπωση ότι δίπλα σε αυτόν
φαίνονται τα ερείπια παλαιότερου ναού,
αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Από τα ερείπια
του ιερού που φαίνονται καθαρά, δεν θα
ήταν υπερβολή να τον συγκρίνουμε στο
μέγεθός του με τον Χριστό του Όθους.
Ακόμα γύρω από τον ναό αυτόν φαίνονται
τμήματα τοιχοποιίας κυρίως μικρών
διαμερισμάτων. Σε μια πρόχειρη παρατήρησή
μου διέκρινα πολλά διασκορπισμένα
κομματάκια από κεραμίδι, μερικά μάλιστα
ήταν επιχρωματισμένα. Όπως
μου διηγήθηκε ο κ. Βασ.
Λαγωνικός που
από μικρός γνωρίζει καλά την περιοχή,
θυμάται τους προγόνους του να λένε ότι
κάποτε τα ερείπια εκτείνονταν σε
μεγαλύτερη έκταση αλλά για να καλλιεργήσουν
όσο το δυνατόν περισσότερη γη, την
«καθάρισαν». Τότε κατέστρεψαν πολλά
«μνημόρια» και σκέπασαν πολλές «λατσίες».
Οι πέτρες που μαζεύτηκαν φαίνονται
συγκεντρωμένες σε βουναλάκια. Λίγο
ψηλότερα, στον Άγιο
Παντελεήμονα,
βρίσκεται η γνωστή πηγή της Επισκοπής.
Κατά τον Μ. Γ.
Μιχαηλίδη - Νουάρο,
η ονομασία Επισκοπή δηλώνει ότι ίσως κατά
τα χρόνια του Βυζαντίου, βρισκόταν εκεί
η Επισκοπή της Καρπάθου. Μας είναι γνωστό
ότι το νησί μας είχε Επισκοπή ὡς τον 9ο
ή 10 αιώνα. Το μέγεθος λοιπόν των ερειπίων
καθώς και η ονομασία αυτή ίσως μας δίνουν
μια απάντηση στο ερώτημα τι ήταν αυτά
τα ερείπια. Πάντως το σίγουρο είναι ότι
οι κάτοικοι του νησιού, της Β΄ Βυζαντινής
περιόδου καλλιέργησαν την εύφορη κοιλάδα
των Στων και κατοίκησαν γύρω από αυτήν.
Χαμηλότερα από το
χωριό Όθος,
στην θέση Κοπρές,
σώζονται τα ερείπια τριών ναών, σίγουρα
Βυζαντινής εποχής. Του Αξεστράτηγου
(αρχάγγελου Μιχαήλ),
του Αγίου Γεωργίου
και της Αγίας
Μαρίνας. Στους
δύο πρώτους διακρίνεται εσωτερική
αγιογράφηση, η οποία μάλιστα σε κάποια
εποχή επικαλύφτηκε με ασβεστοκονίαμα,
αφού κτυπήθηκε σε πολλά σημεία με αιχμηρό
αντικείμενο. Στον ναό του Αγίου Γεωργίου
υπάρχουν κομμάτια μαρμάρων, μάλιστα το
ένα χρησιμοποιείται ως υπέρθυρο, τα
οποία πιθανότατα μεταφέρθηκαν εκεί από
κάποιον παράλιο ναό. Ο δεύτερος ναός,
του Αξεστράτηγου πάντως είναι αυτός
που μας προκαλεί περισσότερο θαυμασμό.
Μικρός, ορθογώνιος, με χαρακτηριστική
Βυζαντινή τοιχοποιία και περίτεχνη
διακόσμηση. Οι δυο κατά μήκος τοίχοι
του, έχουν από τρεις εσοχές. Εσωτερικά
διακρίνεται μόνο η μεσαία η οποία ήταν
αγιογραφημένη. Πιθανόν ο ναός να είχε
τρούλλο. Κάποια υπόλοιπα τοίχου μας
αφήνουν τη υποψία για την ύπαρξη
παλαιότερου, μεγαλύτερου ναού εκεί.
Στον τρίτο ναό, αυτόν της Αγίας Μαρίνας,
διακρίνουμε μόνο τα θεμέλιά του. Τα τρία
αυτά εκκλησάκια, βρίσκονται στην άκρη
μιας άλλης εύφορης κοιλάδας, η οποία
είχε την δυνατότητα να υδρεύεται, όπως
και των Στων. Πιθανόν λοιπόν και εδώ να
βρισκόταν ένας άλλος μικρός οικισμός
στα χρόνια του Βυζαντίου.
 |
| Αξεστράτηγος στην περιοχή Κοπρές του Όθους φωτ. 1994 |
Ψηλότερα από τη θέση
αυτή βρίσκεται το Παλαιόκαστρο,
με ερείπια Μεσαιωνικής και Αρχαίας
εποχής. Λίγο χαμηλότερα είναι η περιοχή
της Γίγλας.
Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Νουάρος...
αι Βίγλαι χρησίμευαν ως σκοπιαί προς
φύλαξιν από των επιδρομών των Σαρακηνών.
Εν Βυζαντίω υπήρχε το αξίωμα του
Δρουγγάρεος της Βίγλας. Το πιο αποκαλυπτικό
της σύνδεσης των παραπάνω ναών (πιθανόν
και άλλων, δηλαδή του Αγίου Βλασίου και
της Ζωοδόχου Πηγής που ήταν ερείπια
παλαιότερα, πριν την ανοικοδόμησή τους)
με το Παλαιόκαστρο είναι μια υπόγεια
διάβαση, που ξεκινά κοντά από το
Παλαιόκαστρο και αφού κατέβει γύρω στα
300 μέτρα, βγαίνει κοντά στα εκκλησάκια
αυτά. Παλαιότεροι θυμούνται να έχουν
ξεπεράσει την υπόγεια αυτή διάβαση,
σήμερα όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει
αφού έχει καταρρεύσει εσωτερικά μιας
κι από πάνω της περνά ο επαρχιακός δρόμος
προς Πυλές.
Η είσοδος και η έξοδος δεν φαίνονται με
μια ματιά, αλλά μόνο από αυτούς που
γνωρίζουν τα συγκεκριμένα σημεία. Ακόμα
λίγο χαμηλότερα από τους ναούς αυτούς,
στην περιοχή του Έλωθα
βρίσκονται τα ερείπια της Υπαπαντής,
τα οποία τώρα τελευταία αποκαλύφθηκαν
από τους θάμνους που τα σκέπαζαν, μετά
από την τελευταία μεγάλη φωτιά. Αρκετά
χρήσιμο είναι να δούμε και τα τοπωνύμια
τα οποία μας οδηγούν στα χρόνια του
Βυζαντίου. Προηγουμένως είδαμε την
Επισκοπή και τη Γίγλα. Άλλα είναι, πάντα
στην περιοχή του σημερινού Όθους τα
εξής: Αλεξανά,
Καταφύ
καί Κραμπάς.
Στην περιοχή της
Βωλάδας
έχουμε το Χωριό
στη Λάστο,
όπου σώζονται τα ερείπια μικρού οικισμού,
καθώς και δύο μικρών ναών. Το όνομα Χωριό
μας οδηγεί ασφαλέστατα στο συμπέρασμα
ότι η περιοχή κατοικούνταν. Ακόμα η
περιοχή είναι καλλιεργήσιμη και
αρδευόταν. Λίγο πάνω από την Βωλάδα,
υπάρχει ένας ανώνυμος ναός όπως τον
ονομάζει ο Μουτσόπουλος,
όπου βρέθηκε κτητορική πλάκα με την
χρονολογία 1120 (μ.Χ.) όπως είπαμε και
παραπάνω. Από τοπωνύμια έχουμε τα
Αντικάστελλα και
ο Κολλάς.
 |
| Άη Γιώργης ο Αράπης, Απέρι, φωτ. 1994 |
Στην περιοχή του
Απερίου
έχουμε αρκετά Βυζαντινά μνημεία. Καταρχήν
ο Άη Γιώργης ο
Αράπης, ναός με
δυο κόγχες ιερού. Στο εσωτερικό του ναού
υπάρχει μαρμάρινη κολόνα που στηρίζει
το ναό και που πιθανότατα μεταφέρθηκε
από κάποιον παλαιοχριστιανικό ναό, όπως
και το υπέρθυρο που υπάρχει σε αυτόν.
Στον Μερτώνα
υπάρχει η Παναγιά
η Μερτωνίτισσα,
δίκογχος ναός κι αυτός με εντοιχισμένα
αρκετά κομμάτια παλαιοχριστιανικού
ναού. Δυστυχώς διάφορες επεμβάσεις που
έγιναν κατά καιρούς στο ναό έχουν
αλλοιώσει τον χαρακτήρα του. Όπως το
άνοιγμα πάνω από το ιερό και το τσιμεντένιο
υπόστεγο. Σημαντικότατα είναι τα ερείπια
του Άι - Θώρου,
κοντά στη θέση «Μάρμαρα»
όπου διακρίνεται κάποια δυσανάγνωστη
Βυζαντινή επιγραφή καθώς και αγιογραφίες.
Στο Κατώδιο
υπάρχει ο ναός της Αγίας
Αναστασίας και
του Αγίου Ιωάννη
του Θεολόγου και
αυτοί πιθανότατα Βυζαντινής εποχής.
Ασφαλώς κι εδώ θα πρέπει να θεωρήσουμε
σίγουρο ότι κατά τα Βυζαντινά χρόνια,
οι εύφορες κοιλάδες του Μερτώνα και του
Κατωδίου με τα πλούσια νερά, θα
κατοικήθηκαν. Επίσης στη Ράχη του
Κατωδιού σώζονται τα ερείπια και του
Άη Νικόλα. Διακρίνονται τμήματα
αγιογραφιών.
Ακόμα στο Άλντι
βρίσκονται τα ερείπια της Παναγίας
της Διατενής (ή Διαβατής).
Άξια λόγου είναι και τα ερείπια του
Αγίου Ανδρέα
στην Αχάτα,
όπου σε αυτόν παρατηρείται οικοδομικό
υλικό από άλλον παλαιότερο χριστιανικό
ναό, καθώς και τμήμα τοιχογραφίας. Γνωστό
είναι εξάλλου ότι κατά την οικοδόμηση
του νέου ναού του Αγίου
Χαραλάμπους μέσα
στο χωριό, στα ερείπια του ανακαλύφθηκε
Βυζαντινό νεκροταφείο, όπως και στην
περιοχή δίπλα στο Γυμνάσιο, προς τον
ποταμό. Αλλά και από τοπωνύμια δεν πάει
πίσω το Απέρι.
Συμβουλευόμαστε και
πάλι τα Λαογραφικά Σύμμεικτα του Μ.Γ.
Νουάρου - Μιχαηλίδη
όπου και σημειώνει: Αφεντιτσοί
Λώροι, οι αφεντικοί
Λώροι, αγροί ευρύχωροι. Η λέξη αφεντικός
αναφέρεται εις τους παλαιούς τοπάρχας
(τους αφεντάδες) της Βυζαντινής εποχής
(αυθέντας). Βαλαντού,
η συνοικία του Απερίου, εκ της γυναικός
Βυζαντινού, ονόματι Βαλάντη. Γιενή
το Γλιμόρι, του
Διεγενή το μνημόρι (μνημούρι, μνήμα)
λείψανον παραδόσεως εκ του ακριτικού
κύκλου περί του ήρωος Διγενή. Κείται
επί της παλαιάς οδού μεταξύ Απερίου και
Μενετών (Κούρι), Πετρωνάς,
ο, μέρος απόκριμνον με νερό προς τον
Αϊν-Ηλιά (όρος) κυριώνυμον Βυζαντινής
καταγωγής. Σαρατσηνό,
στο Σαρακηνό, εις την κοιλάδα του
Ποσειδίου ελαιώνας. Υπενθυμίζει επιδρομές
Σαρακηνών κ.λπ. Τουρκαλού,
στου, του κυρ Καλού, πηγή και συνοικία
του Απερίου. Ο κυρ Καλός, Βυζαντινή
προσωνυμία.
Από τα παραπάνω,
αναμφισβήτητα συμπεραίνουμε ότι η γύρω
περιοχή (σημερινό Όθος, Βωλάδα και
Απέρι), κατοικούνταν κατά τη Βυζαντινή
εποχή. Ασφαλώς μεγάλοι οικισμοί δεν
υπήρχαν. Πρέπει οι τότε κάτοικοι να
συγκεντρώνονταν σε μικρούς οικισμούς,
δίπλα στις μικρές αλλά αρδεύσιμες και
εύφορες κοιλάδες της περιοχής. Και πάλι
όταν μιλάμε για οικισμούς, δεν μιλάμε
για κλασσικά οργανωμένα χωριά της
εποχής, αλλά για μικρά σπίτια διασκορπισμένα
στην ευρύτερη περιοχή. Μια ιδέα μπορούμε
να πάρουμε, αν προσέξουμε πως διασκορπίζονται
και σήμερα οι παλαιοί Καρπάθικοι
«στάβλοι» στα βουνά του νησιού. Τα
ερείπια πολλών μικρών ναών, αλλά και οι
παλαιοί ναοί που σώζονται ως και σήμερα
μαρτυρούν το μέγεθος της Χριστιανικής
πίστης, που ουδέποτε εγκατέλειψαν οι
Καρπάθιοι. (Εκτός ίσως από την εποχή της
κατάληψης του νησιού από τους Σαρακηνούς).
Ακόμα και σήμερα βλέπουμε τους Καρπάθιους,
να «στολίζουν» κάθε κορφούλα με κάποιο
εκκλησάκι, πολλές φορές δίπλα, αλλά και
πάνω από τα ερείπια παλαιών ναών.
Ξαναπιάνοντας το νήμα
της ιστορίας που αφήσαμε στην αρχή,
ερχόμαστε στο 1204, όπου οι Σταυροφόροι
καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη.
Τότε η Κάρπαθος περιέρχεται στην εξουσία
του διοικητή της Ρόδου Λέοντα
Γαβαλά. Ο Λέοντας
Γαβαλάς, προσωπικότητα με μεγάλες
διπλωματικές ικανότητες, πότε συμμαχεί
με τους Γενουάτες και τους Βενετούς και
πότε αποδέχεται την κυριαρχία της
Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Το 1282 το αποδυναμωμένο
Βυζαντινό κράτος, δωρίζει τη Ρόδο,
Κάρπαθο και Κάσο στους Γενουάτες. Τα
νησιά καταλαμβάνονται από τον Λουδοβίκο
Μορέσκο.
Το 1306, η Κάρπαθος καταλαμβάνεται από
την Ενετική οικογένεια των Κορνάρων.
Οι Κορνάροι παραμένουν κυρίαρχοι του
νησιού ως το 1538. Οι Κορνάροι τον περισσότερο
καιρό δεν μένουν στο νησί, φαίνεται όμως
ότι κύριο κάστρο τους, ήταν αυτό του
Απερίου.
Το Κάστρο, όπως
ονομάζονται ακόμα και σήμερα τα ερείπια
που υπάρχουν εκεί πάνω, επισκέφθηκε ο
Λουδοβίκος Ross,
το 1843 περίπου. Αυτός το περιγράφει ως
εξής: «Επί της υψηλοτέρας κορυφής
ευρίσκονται τα άμορφα ερείπια ενός
οχυρωμένου ανακτόρου του Μεσαίωνος και
στις πλαγιές μερικά εγκαταλελειμμένα
παρεκκλήσια και πολλοί σωροί ερειπίων
από σπίτια, αλλά πουθενά δεν είδα μιαν
επιγραφή ή κανένα οικόσημο, ούτως ώστε
όλα τα μνημεία φαίνονται ότι είναι από
τας τελευταίας εκατονταετηρίδας».
 |
| Αναπαράσταση του Κάστρου, σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ κ. Ν.Κ. Μουτσόπουλο 1978 |
Το 1975, επισκέφθηκε το
Κάστρο ο καθηγητής αρχιτεκτονικής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ν.Κ.
Μουτσόπουλος, ο
οποίος έκαμε μια πολύ καλή μελέτη, για
την τότε μορφή του Κάστρου. Καταρχήν
συμφωνεί με τον Μιχαηλίδη
- Νουάρο για το
ότι το Κάστρο είναι κτισμένο σε απόλυτα
οχυρή θέση. Διαπιστώνει στη συνέχεια,
απ' τη μορφή, τη δομή και την ποιότητα
του κονιάματος του τείχους, ότι ανήκει
στον 14ο αιώνα, δηλαδή κτίστηκε κατά την
πρώτη εποχή της δυναστείας των Κορνάρων.
Πιστεύει ακόμη ότι στη θέση του προϋπήρχε
κάποιο αρχαίο ιερό ή κάποιο Βυζαντινό
κτίριο τα οποία βέβαια μόνο με συστηματική
ανασκαφή, θα μπορέσει να έλθει στην
επιφάνεια. Ακόμα από το μέγεθος του
Κάστρου, συμπεραίνει ότι δεν ήταν κάστρο
για την προστασία των κατοίκων της γύρω
περιοχής, από τις πειρατικές επιδρομές
που εξακολουθούν να γίνονται και στα
χρόνια των Κορνάρων, αλλά κάστρο που
χρησιμοποιόταν ως κατοικία του Βενετού
άρχοντα ή του αντιπροσώπου του στο νησί.
Γύρω από αυτό, πάνω στις απότομες
πλαγιές, οικοδομήθηκαν μικρά κτίσματα,
πιθανόν εργαστήρια, κατοικίες των
αυλικών κ.λπ. Η θέση αυτή του Κάστρου
εκτός από οχυρή έχει κι άλλα πλεονεκτήματα.
Βρίσκεται στη μέση της Νοτίου Καρπάθου
και έχει άριστη θέα προς τη θάλασσα.
Ασφαλώς θα «στηριζόταν» κι από άλλα
μικρότερα κάστρα, όπως μαρτυρούν οι
ονομασίες Καστέλλι
(castello κάστρο) στο
Όθος και Αντικάστελλα
στη Βωλάδα.
Η Παναγιά
η Σπηλιανή είναι
ένας ναός που σύμφωνα με την κτητορική
επιγραφή, αγιογραφήθηκε το 1528, τα
τελευταία δηλαδή χρόνια της δυναστείας
των Κορνάρων. Ο ναός διασώζεται ως και
σήμερα, χρειάζεται όμως συστηματικές
εργασίες συντήρησης και για το κτίριο
και για την αγιογράφησή του.
Είναι γεγονός ότι
στους χάρτες της εποχής αναφέρονται το
Κοράκι
και οι Μενετές
στη Ν. Κάρπαθο, ως μόνοι οικισμοί. Πιθανόν
λοιπόν στα χρόνια των Κορνάρων να
διαμορφώθηκε οριστικά το Κοράκι. Αν
λάβουμε υπόψη μας όλα τα παραπάνω,
πιστεύω ότι τότε άρχισε η εγκατάλειψη
των παλαιών Βυζαντινών οικισμών και
σιγά-σιγά ο πληθυσμός της ευρύτερης
περιοχής συγκεντρώθηκε γύρω από το
Κάστρο. Η συγκέντρωση αυτή πρέπει να
ολοκληρώθηκε μετά το 1538, όταν ο Τούρκος
Χαϊρεντίν
Βαρβαρόσας
καταλαμβάνει το νησί. Αν παρατηρήσουμε
την περιοχή του Απερίου,
ψηλά από το Κάστρο,
παρατηρούμε ότι η Βωλάδα
είναι ένας συμπαγής οικισμός. Το περίεργο
είναι στο Απέρι,
όπου βλέπουμε μικρές συνοικίες οι οποίες
ξεχωρίζουν ευδιάκριτα μεταξύ τους με
κατάφυτα περιβόλια. Δηλαδή είναι σαν
μικροί αυτόνομοι οικισμοί. Πιστεύω ότι
σε αυτούς τους «οικισμούς» (Βαλαντού,
Μορροοὐ
κ.λπ. αλλά και στη Βωλάδα)
στην αρχή ήταν ένα δυο σπίτια, γύρω στα
οποία κατοίκησαν οι άνθρωποι που
εγκατέλειπαν σιγά-σιγά το Κάστρο, αλλά
και τους άλλους οικισμούς που είδαμε.
Βασίλειος Διακοβασίλης